- δειλότητα
- η (AM δειλότης) [δειλός]η δειλία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δειλότητα — δειλότης cowardice fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλός — ή, ό (AM δειλός, ή, όν) αυτός που κατέχεται από φόβο, που δεν έχει θάρρος, άτολμος νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δειλά φοβισμένες ενέργειες 2. φρ. «κάλλιο δειλός παρά μακαρίτης» είναι προτιμότερο να φοβάται κανείς τον κίνδυνο και να σωθεί … Dictionary of Greek